Ποτήρι με φυσικά χρωματισμένο πράσινο αψέντι και κουτάλι για αψέντι
Το αψέντι είναι αποσταγμένο ποτό με υψηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα (45-74% ABV) Προέρχεται από την απόσταξη διαφόρων φυτών, όπως των ανθών και των φύλλων του είδους Αρτεμισία το αψίνθιο (ή αψινθιά), γλυκανίσου,μαράθου και άλλων βοτάνων. Το αψέντι έχει παραδοσιακά φυσικό πράσινο χρώμα, αλλά μπορεί να είναι άχρωμο. Συχνά αναφέρεται ως «η πράσινη νεράιδα». Αν και μερικές φορές αναφέρεται λανθασμένα ως λικέρ, το αψέντι δεν συσκευάζεται παραδοσιακά με προστιθέμενη ζάχαρη και έτσι χαρακτηρίζεται ως απόσταγμα. Το αψέντι συσκευάζεται έχοντας υψηλή περιεκτικότητα σε οινόπνευμα, αλλά συνήθως αραιώνεται με νερό πριν καταναλωθεί. Προέρχεται από το καντόνι του Νεσατέλ στην Ελβετία και παρασκευάστηκε για πρώτη φορά στα τέλη του 18ου αιώνα. Έγινε δημοφιλές ως αλκοολούχο ποτό στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα στη Γαλλία, ιδιαίτερα ανάμεσα στους Παριζιάνους καλλιτέχνες και συγγραφείς. Εξαιτίας εν μέρει της συσχέτισής του με την μποέμικη κουλτούρα και το Παρακμιακό Κίνημα, η κατανάλωση αψεντιού βρήκε ενάντιους τους κοινωνικούς συντηρητικούς, καθώς και τους υποστηρικτές της ποτοαπαγόρευσης. Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Σαρλ Μπωντλαίρ, ο Πολ Βερλαίν, ο Αρθούρος Ρεμπώ, ο Ανρί ντε Τουλούζ-Λωτρέκ, ο Αμεντέο Μοντιλιάνι, ο Πικάσο, ο Βίνσεντ βαν Γκογκ, Όσκαρ Γουάιλντ, ο Άλιστερ Κρόουλι, ο Ερίκ Σατί και ο Αλφρέ Ζαρί ήταν γνωστοί πότες αψεντιού. Το αψέντι συχνά απεικονίζεται ως επικίνδυνα εθιστική και ψυχοδραστική ουσία. Η χημική ένωση θυϊόνη, αν και παρούσα στο απόσταγμα σε πολύ μικρές ποσότητες, έχει κατηγορηθεί για αυτές τις υποτιθέμενες βλαβερές επιδράσεις. Μέχρι το 1915, το αψέντι είχε απαγορευτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες και το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας, της Ολλανδίας, του Βελγίου, της Ελβετίας και της Αυστροουγγαρίας. Αν και το αψέντι έχει ιστορικά δυσφημιστεί, δεν έχει αποδειχθεί ότι είναι πιο επικίνδυνο από τα άλλα αποστάγματα. Πρόσφατες μελέτες έδειξαν ότι η ψυχοτρόπος δράση του αψεντίου (πέρα από αυτή του οινοπνεύματος) είχε υπερεκτιμηθεί. Η αναβίωση του αψεντιού ξεκίνησε τη δεκαετία του 1990, ακολουθώντας την υιοθέτηση σύγχρονων ευρωπαϊκών νόμων για τα ποτά και τα τρόφιμα, οι οποίοι απομάκρυναν τους φραγμούς στην παραγωγή και πώλησή του.
Ιστορία
Η ακριβής προέλευση του αψεντιού είναι ασαφής. Η ιατρική χρήση της αρτεμισίας χρονολογείται από την αρχαία Αίγυπτο, και αναφέρεται στον πάπυρο του Έμπερς, c. 1550 π.Χ.. Εκχυλίσματα αρτεμισίας και το κρασί εμποτισμένο με φύλλα αρτεμισίας χρησιμοποιήθηκαν ως θεραπεία από τους αρχαίους Έλληνες. Επιπλέον, υπάρχουν ενδείξεις για την ύπαρξη ενός κρασιού με γεύση αψινθιάς στην αρχαία Ελλάδα, τον αψινθίτη οίνο. Η πρώτη σαφής ένδειξη ύπαρξης του αψεντιού με τη σύγχρονη έννοια του αποσταγμένου αλκοολούχου που περιέχει πράσινο γλυκάνισο και μάραθο, ωστόσο, χρονολογείται στον 18ο αιώνα. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, το αψέντι ξεκίνησε ως μία για κάθε χρήση ιατρική ευρεσιτεχνία που δημιουργήθηκε από τον Δρ Πιέρ Ορντιναίρ, ένα Γάλλο γιατρό που ζούσε στο Κουβέ, Ελβετία, περίπου το 1792 (η ακριβής ημερομηνία διαφέρει ανάλογα με τις καταγραφές). Η συνταγή του Ορντιναίρ δόθηκε στις αδελφές Ανριόντ από το Κουβέ, που πουλούσαν το αψέντι ως φαρμακευτικό ελιξήριο. Με άλλες εκδοχές, οι αδελφές Ανριόντ μπορεί να είχαν φτιάξει το ελιξίριο πριν από την άφιξη του Ορντιναίρ. Σε κάθε περίπτωση, ο Μαζόρ Ντυμπιέ απέκτησε τη συνταγή από τις αδελφές και το 1797, και με το γιο του Μαρσελέν και το γαμπρό του Ανρί-Λουί Περνό, άνοιξε το πρώτο αποστακτήριο αψέντι, το Dubied Père et Fils, στο Κουβέ. Το 1805, έχτισαν ένα δεύτερο αποστακτήριο στοΠονταρλιέ, Γαλλία, με νέο όνομα εταιρείας Maison Pernod Fils. Η Pernod Fils παραμείνει ένα από τα πιο δημοφιλή εμπορικά σήματα του αψέντι μέχρι που το ποτό απαγορεύτηκε στη Γαλλία το 1914.
H δημοτικότητά του αυξήθηκε σταθερά από τη δεκαετία του 1840, όταν το αψέντι δόθηκε γαλλικά στρατεύματα ως πρόληψη της ελονοσίας. Όταν οι στρατιώτες επέστρεψαν στα σπίτια τους, μετέφεραν την προτίμησή τους για το αψέντι στο σπίτι μαζί τους. Το έθιμο του πόσιμου αψεντιού σταδιακά έγινε τόσο δημοφιλές σε μπαρ, μπιστρό, καφέ και καμπαρέ που, από τη δεκαετία του 1860, η ώρα 17:00 αποκλήθηκε "l'heure verte" («η πράσινη ώρα»). Το αψέντι προτιμήθηκε από όλες τις κοινωνικές τάξεις, από την πλούσια αστική τάξη, τους φτωχούς καλλιτέχνες και τους απλούς ανθρώπους της εργατικής τάξης. Από τη δεκαετία του 1880, η μαζική παραγωγή προκάλεσε απότομη πτώση των τιμών του αψεντιού. Μέχρι το 1910, οι Γάλλοι έπιναν 36 εκατομμύρια λίτρα αψέντι ανά έτος, σε σύγκριση με ετήσια κατανάλωση περίπου 5 δισεκατομμυρίων λίτρων κρασιού. Το αψέντι εξήχθη ευρέως από τη Γαλλία και την Ελβετία, και επέτυχε κάποιο βαθμό δημοτικότητας σε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, η Μεγάλη Βρετανία, οι ΗΠΑ και η Τσεχία. Το αψέντι δεν απαγορεύτηκε ποτέ στην Ισπανία ή στην Πορτογαλία, και η παραγωγή και η κατανάλωσή του δεν έπαψαν ποτέ. Απέκτησε μια προσωρινή κορυφή στη δημοτικότητα εκεί κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, που αντιστοιχεί με τις γαλλικές επιρροές του Αρ Νουβώ και του Μοντερνισμού. Η Νέα Ορλεάνη έχει βαθιά πολιτιστική συσχέτιση με το αψέντι, και πιστώνεται ως η γενέτειρα του Sazerac, ίσως το πρώτο κοκτέιλ αψέντι. Το μπαρ Old Absinthe House, που βρίσκεται στην οδό Bourbon, χρησιμεύει ως εξέχον ιστορικό ορόσημο. Αρχικά ονομαζόμενο The Absinthe Room, άνοιξε το 1874 από ένα Καταλανό μπάρμαν που ονομαζόταν Καγιετάνο Φερρέρ. Το κτίριο επισκεύτονταν συχνά πολλοί διάσημοι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένου των Μαρκ Τουέιν, Όσκαρ Γουάιλντ,Φραγκλίνο Ρούσβελτ, Άλιστερ Κρόουλι και Φρανκ Σινάτρα. Ωθούμενο από την κίνημα για την εγκράτεια και τις ενώσεις των οινοποιών, το αψέντι συνδέθηκε δημοσίως με τα βίαια εγκλήματα και την κοινωνική αναταραχή.
Ένας κριτικός υποστήριξε: Το αψέντι σας κάνει τρελούς και εγκληματίες, προκαλεί επιληψία και φυματίωση, και έχει σκοτώσει χιλιάδες Γάλλων. Κάνει ένα άγριο θηρίο από έναν άνθρωπο, ένα μάρτυρα από μια γυναίκα και έναν εκφυλισμένο από ένα βρέφος, αποδιοργανώνει και καταστρέφει την οικογένεια και απειλεί το μέλλον της χώρας.
«Το αψέντι», πίνακας του Εντγκάρ Ντεγκά, 1876
Σύγχρονες μάρκες αψέντι, πράσινο και λευκό
Στη δεκαετία του 1990, συνειδητοποιώντας ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν είχε απαγορεύσει ποτέ επίσημα το αψέντι, ο Βρετανός εισαγωγέας "BBH Spirits" άρχισε να εισάγει το "Hill's Absinth" από την Τσεχική Δημοκρατία, γεγονός που πυροδότησε μια σύγχρονη αναβίωση της δημοτικότητας του ποτού. Σε αυτές τις χώρες, όπου ποτέ δεν ήταν απαγορευμένο ή πραγματικά δημοφιλές, το αψέντι άρχισε να επανεμφανίζονται κατά την αναβίωση της δεκαετίας του 1990. Το αψέντι διαθέσιμο εκείνη την περίοδο αποτελούνταν σχεδόν αποκλειστικά από τσεχικές, ισπανικές ή πορτογαλικές μάρκες με μικρό χρόνο ζωής και συνήθως παρήγαγαν προϊόντα μποέμικου στυλ. Οι γνώστες τα θεωρούσαν κατώτερης ποιότητας και μη-αντιπροσωπευτικά του ποτού του 19ου αιώνα.Το 2000, η La Fée Absinthe έγινε το πρώτο εμπορικό αποστακτήριο αψέντι στη Γαλλία μετά την απαγόρευση του 1914. Το 2007, η γαλλική μάρκα Lucid έγινε η πρώτη πραγματική παραγωγός αψέντι που έλαβε το COLA (Πιστοποιητικό Έγκρισης Μάρκας - Certificate of Label Approval) για εισαγωγή στις Ηνωμένες Πολιτείες από το 1912, μετά από ανεξάρτητες προσπάθειες από εκπροσώπους της Lucid και της Kübler ώστε να αρθεί η απαγόρευση. Το Δεκέμβριο του 2007, το St. George Absinthe Verte, που παράγεται από την St. George Spirits στην Αλαμίντα,Καλιφόρνια, έγινε το πρώτο εμπορικό σήμα αψέντι αμερικανικής παραγωγής μετά από την απαγόρευση του ποτού στις ΗΠΑ.Ο 21ος αιώνας έχει δει νέους τρόπους κατανάλωσης, συμπεριλαμβανομένων των διαφόρων κατεψυγμένων παρασκευασμάτων, τα οποία γίνονται όλο και πιο δημοφιλή.Τον Μάιο του 2011 η απαγόρευση του 1915 στη Γαλλία καταργήθηκε μετά από αιτήσεις από την Γαλλική Ομοσπονδία Αποσταγματοποιών (Fédération Française des Spiritueux), που αντιπροσωπεύει τους Γάλλους αποσταγματοποιούς.
Οι περισσότερες χώρες δεν έχουν νομικό ορισμό για το αψέντι, ενώ η μέθοδος της παραγωγής και του περιεχομένου των αλκοολούχων ποτών όπως το ουίσκι,κονιάκ και το τζιν ορίζονται και ρυθμίζονται παγκοσμίως. Οι παραγωγοί νόμιμου αψεντιού χρησιμοποιούν μίας από τις δύο ιστορικά καθορισμένες διαδικασίες για τη δημιουργία του τελικού ποτού: απόσταξη ή ψυχρή ανάμιξη. Στη μοναδική χώρα που έχει νομικό ορισμό του αψέντι, την Ελβετία, η απόσταξη είναι η μόνη επιτρεπόμενη μέθοδος παραγωγής.Το αψέντι παραδοσιακά παρασκευάζεται από την απόσταξη ουδέτερης αλκοόλης, διάφορα βότανα, μπαχαρικά και νερό. Το παραδοσιακό αψέντι προέρχεται από επαναπόσταξη λευκών σταφυλιών, ενώ άλλες ποικιλίες πιο συχνά προέρχονται από το αλκοόλ από σιτηρά, τεύτλα ή πατάτες. Τα κύρια βότανα είναι η αρτεμισία το αψίνθιο, ο πράσινος γλυκάνισος και το μάραθο, που συχνά αποκαλούνται «η αγία τριάδα». Πολλά άλλα βότανα μπορούν επίσης να χρησιμοποιηθούν, όπως ηαρτεμισία η ποντιακή (Artemisia pontica), ο ύσσωπος, το μελισσόχορτο, ο αστεροειδής γλυκάνισος, η αγγέλικα, η μέντα, το κόλιανδρο και η βερόνικα.
Προετοιμασία
Προετοιμασία αψεντιού με τη παλαιά μέθοδο
Η μποέμικη μέθοδος επεξεργασίας περιλαμβάνει τη χρήση φωτιάς
Παραδοσιακά, το αψέντι προετοιμάζοται τοποθετώντας ένα κύβο ζάχαρης πάνω σε ένα τρυπητό κουτάλι κατασκευασμένο για αυτό το σκοπό (κουτάλι για αψέντι) και μετά τοποθετώντας το κουτάλι πάνω από ένα ποτήρι με μία μεζούρα αψέντι. Παγωμένο νέρο χύνεται ή στάζει πάνω στο κύβο ζάχαρης ώστε να αναμειχθεί το νερό με το αψέντι. Το τέλος της προετοιμασίας περιλαμβάνει ένα μέρος αψέντι και 3-5 μέρη νερό. Καθώς το νερό διαλύει το ποτό, συστατικά τα οποία έχουν μικρή διαλυτότητα στο νερό (κυρίως από τον γλυκάνισο) απελευθερώνονται από το διάλυμα με αποτέλεσμα να το κάνουν πιο αδιαφανές, με αποτέλεσμα μια γαλακτώδη αδιαφάνεια, ένα φαινόμενο που αποκαλείται φαινόμενο του ούζου. Η απελευθέρωση αυτών των ουσιών αυξάνει επίσης το άρωμα και τη γεύση του ποτού. Αυτή η μέθοδος παρασκευής είναι παλαιότερη και αποκαλείται η Γαλλική Μέθοδος. Η Μποέμικη Μέθοδος, η οποία περιλαμβάνει φωτιά, είναι μία σύγχρονη εφεύρεση και δεν γινόταν την εποχή της μέγιστης δημοφιλίας του ποτού κατά την Μπελ Επόκ. Όπως και στη γαλλική μέθοδο, ένας κύβος ζάχαρης τοποθετείται κάνω από ένα τρυπητό κουτάλι πάνω από ένα ποτήρι αψέντι. Η ζάχαρη έχει βραχεί προηγουμένως με αλκόολ (συνήθως και άλλο αψέντι), και στη συνέχεια της βάζουν φωτιά. Ο φλεγόμενος κύβος ζάχαρης στη συνέχεια πέφτει μέσα στο ποτήρι, με αποτέλεσμα το αψέντι να πάρει φωτιά. Τέλος, στο ποτό προστίθεται νερό ώστε να σβήσει η φωτιά. Αυτή η μέθοδος έχει ως αποτέλεσμα την παραγωγή δυνατότερου ποτού απ'ότι η γαλλική μέθοδος. Οι πιο έμπειροι πότες αψεντιού δεν συνιστούν τη Μποέμικη Μέθοδο και τη θεωρούν ένα σύγχρονο τέχνασμα, καθώς μπορεί να καταστρέψει τη γεύση του αψεντιού και δημιουργεί κίνδυνο πυρκαγιά εξαιτίας της μεγάλης περιεκτικότητας του αψέντι σε αλκόολ.Επίδραση στον οργανισμόΤο αψέντι στο παρελθόν θεωρήθηκε είχε διαφορετικές επιδράσεις απ' ότι άλλα αλκοολούχα ποτά και ότι μπορεί να βελτιώσει τη λειτουργία του εγκεφάλου, να βοηθήσει στην έμπνευση και στη φαντασία και ότι είναι αφροδισιακό. Θεωρούταν μάλιστα ότι η υπέρμετρη κατανάλωση αψέντι μπορούσε να προκαλέσει διαφορετικές επιδράσεις από αυτές των άλλων αλκοολούχων ποτών, με αποτέλεσμα τη δημιουργία του όρου «αψεντισμός». Πολλές φορές, το αψέντι περιγράφεται ως παραισθησιογόνο. Δύο διάσημοι καλλιτέχνες που βοηθήσαν στη δημοσιότητα της άποψης ότι το αψέντι είναι ισχυρό ψυχοδραστικό ήταν ο Τουλούζ-Λωτρέκ και οΒίνσεντ βαν Γκογκ. Ο Όσκαρ Ουάιλντ περιέγραψε μια αίσθηση-φάντασμα ότι νιώθει τουλίπες στα πόδια όταν έφευγε από το μπαρ αφότου είχε καταναλώσει αψέντι. Σήμερα είναι γνωστό ότι το αψέντι δεν προκαλεί παραισθήσεις.
Θυϊόνη
Η ουσία που κατηγορήθηκε για την τοξικότητα του αψέντι (πέρα από αυτή του οινοπνεύματος) ήταν η θυϊόνη ή θουγιόνη. Η θυϊόνη είναι κύριο συστατικό του αιθέριου ελαίου της αψινθιάς, το οποίο χρησιμοποιείται, μεταξύ άλλων, στην παρασκευή του αψέντι. Η θυϊόνη είναι μια νευροτοξίνη, η οποία σε μεγάλες δόσεις μπορεί να προκαλέσει σύγχυση, μυϊκούς σπασμούς και επιληπτικές κρίσεις, όπως δείχθηκε σε πειράματα σε αρουραίους. Γι' αυτόν τον λόγο η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει θεσπίσει από το 2008 ανώτερο όριο για την θυϊόνη α και β που δεν παράγονται από αρτεμισία, τα 35 mg/kg σε αλκοολούχα ποτά που παράγονται από αρτεμισία, 10 mg/kg στα υπόλοιπα και 0,5 mg/kg σε μη αλκοολούχα ποτά που παράγονται από αρτεμισία σε αντικατάσταση παλαιότερης οδηγίας του 1988Η παρατηρούμενη, όπως βρέθηκε σε ζωϊκά πειράματα του 19ου αιώνα, επιληπτική δράση της θυϊόνης οφείλεται στην αναστολή των υποδοχέων GABAA και την απευαισθητοποίηση των υποδοχέων σεροτονίνης 5-ΗΤ3.Επίσης είχε προταθεί ότι η θυϊόνη μπορεί να δρα στους υποδοχείς των κανναβιδοειδών, θεωρία όμως η οποία στη συνέχεια απορρίφθηκε.H LD50 της θυϊόνης όταν αυτή εισέλθει στον οργανισμό από το στόμα είναι περίπου 45 mg/kg. Παρόλα αυτά, αμφισβητείται ότι το αψέντι περιέχει θυϊόνη σε τόσο μεγάλες ποσότητες και αν καταναλωθούν τέτοιες ποσότητες του ποτού είναι πιο πιθανό ο θάνατος να προέλθει ταχύτερα εξαιτίας των μεγαλύτερων ποσοτήτων οινοπνεύματος που περιέχει το αψέντι. Οι μόνες περιπτώσεις δηλητηριάσεις από θυϊόνη από χορήγηση από το στόμα δεν αφορούν την κατανάλωση αψεντιού, αλλά άλλων προϊόντων, όπως αιθέριο έλαιο της αψινθιάς, το οποίο περιέχει πολύ μεγαλύτερες συγκεντρώσεις θυιόνηςΠαρά τις αναφορές του 19ου αιώνα ότι το αψέντι μπορεί να έχει μέχρι και 350 mg/kg θυϊόνης, στην πραγματικότητα η περιεκτικότητα θυϊόνης σε αυτά τα ποτά δεν ξεπερνούσε τα σημερινά ευρωπαϊκά όρια.